"Βλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ, τώρα τὸ καλοκαίρι, νὰ ξεμακρύνει γιὰ λίγο ἀπὸ
τὴν ταραχὴ τῆς πολιτείας. Ἂν τοῦ ἀρέσει ἡ θάλασσα, ἂς πάει σὲ κανένα νησί, ποὺ δὲν
εἶναι ἀκόμα χαλασμένοι οἱ νησιῶτες, ἢ σὲ κανένα ψαραδοχώρι.
Νὰ μὴν κουβαλήσει ὅμως
μαζί του τὴν πολιτεία, ὅπως κάνουνε πολλοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ θέλουνε νὰ ἀφήσουνε τὴν
ταραχὴ πίσω τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κουβαλᾶνε μαζί τους ὅλα τὰ περίπλοκα καὶ κουραστικὰ
καθέκαστα τῆς πολιτείας.
Πάρε μαζί σου ὅσο λιγώτερα πράγματα μπορεῖς. Γιατί, τὸ
πιὸ μεγάλο κέρδος ποὺ θά ῾χεις πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα τέτοιο μέρος, θά ῾ναι ἡ φχαρίστηση
ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος σὰν τοῦ λείψουνε πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ ἔχει στὴν πολιτεία
τόσο εὔκολα, καὶ ποὺ ἐκεῖ πέρα θὰ τοῦ φαίνεται σὰν κάποια μεγάλη ἀπόλαυση καὶ χαρὰ
τὸ πιὸ παραμικρὸ πρᾶγμα.
Δυστυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς λείπει τίποτα, καὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ἐλπίδα νὰ λαχταρήσουνε κάποιο πρᾶγμα, εἴτε φαγητὸ εἶναι, εἴτε ξεκούρασμα,
εἴτε ὁμιλία, εἴτε ζεστασιά, εἴτε δροσιά. Καὶ καλότυχοι ἀληθινὰ ὅσοι δὲν τὰ ἔχουνε
ὅλα εὔκολα, καὶ γιὰ τοῦτο γίνουνται γιὰ δαύτους ὁλοένα νέα καὶ δροσερὰ ὅλα τὰ πράγματα." (ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ,ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ)
"Κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία ποὺ εἶνε γύρω
μου, νοιώθω μυριάδες πλάσματα, φωνὲς ποὺ δὲν ἀκούγονται, καὶ ποὺ
ἔρχουνται ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ βρίσκουνται μακρυά, ἀλλὰ κι᾿ ἀπὸ
τὰ χρωματιστὰ λουλούδια, ἀπὸ τὰ χλωρὰ καὶ καινούργια φύλλα τῶν δέντρων,
ἀπὸ τὰ σκαθάρια, ἀπὸ τὰ μαμούδια, ἀπὸ τὰ πεταλούδια κι᾿ ἀπὸ τὰ μυγάκια
ποὺ τριγυρίζουν πετώντας ἀνάμεσα στὰ δροσερὰ ἄνθια καὶ στὶς πρασινάδες.
Μονάχα τὰ πουλάκια τ᾿ ἀκούγω νὰ κελαϊδοῦν μὲ τ᾿ αὐτιά μου. Ὅλα σήμερα
εἶνε εὐτυχισμένα.
Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε ζεστὴ καὶ μοσκοβολημένη, κι᾿ ὁ ἀγέρας μπαίνει δροσερὸς
μέσα σου καὶ φτάνει ὥς τὴν καρδιά σου. Ἀπὸ μέσα της ἔχουνε φύγει τὰ
πάθη ποὺ τὴ μολεύανε, κι᾿ ἀπόμεινε καθαρή. Κι᾿ οὔτε νὰ νοιώσῃς κἄν
μπορεῖς πιὰ τί θὰ πῇ κακία. Μέσα σὲ μιὰ τέτοια βλογημένη πλάση, δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπάρχουνε ἄνθρωποι φθονεροί, ραδιοῦργοι, μικρολόγοι,
φιλοκατήγοροι, ἀχάριστοι, αἱμοβόροι. Ἡ κακία σοῦ φαίνεται σὰν ψευτιά,
σὰν ἕνας βραχνᾶς ποὺ σκόρπισε, καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ στὸν κόσμο." (ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ,ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ)
Γεια
σου Απρίλη γεια
σου Μάρτη
και πικρή
Σαρακοστή
Βάζω
πλώρη και
κατάρτι
και γυρεύω
ένα νησί
που δε
βρίσκεται στο
χάρτη
Το
κρατάνε στον
αέρα
τέσσερα χρυσά
πουλιά
Δε γνωρίζεις
εκεί πέρα
ούτε κλέφτη
ούτε φονιά
ούτε μάνα
και πατέρα
Τα
λουλούδια
μεγαλώνουν
κάθε νύχτα
τρεις οργιές
Τις
ακρογιαλιές
ισκιώνουν
και τα δέντρα
στις πλαγιές
σαν
καβούρια
σκαρφαλώνουν
Μες
στης ερημιάς τ' αγέρι
όλ' αγιάζουνε
μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα
ακουμπάς
σαν αγριοπεριστέρι
Γεια
σας έχτρες γεια
σας μίση
και γινάτι
καθενός
Άμα βρεις το
ερημονήσι
όλα τ' άλλα είναι
καπνός
Μια φορά να
το 'χεις ζήσει.
(ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ,ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ)
"Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω
ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα,
σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι,
καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα
ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια
μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε
ὁ κόρφος.
Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ
τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα.
Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ
βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ
ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι
ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς
Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.
Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς,
μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε
δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας,
κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά,
τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι.
Κάθε τόσο, κάθιζα
χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες
κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο
τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά
μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε
τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος."(ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ,ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ)