Καλώς ορίσατε

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Καλημέρα και σήμερα...με τον...δικό μας Άη-Βασίλη...

 
 Το τέταρτο στολιδάκι του δέντρου μου (http://vasanakia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html) ήταν...μπροστά στα μάτια μου...το ανακάλυψα στις αναρτήσεις του περασμένου Δεκέμβρη... και το παραθέτω...όπως το βρήκα...
 Ένα συναίσθημα θλίψης με πλημμυρίζει κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου στη θέα του χοντρομπαλά Άη-Βασίλη με την κουδούνα στο χέρι(προερχόμενο από μια διαφημιστική καμπάνια της coca-cola),που τόσο απερίσκεπτα σαν λαός δεχτήκαμε να αντικαταστήσει τον δικό μας Άη-Βασίλη,τον δικό μας Άγιο,τον Άγιο που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει ο Κόντογλου στο "Βλογημένο μαντρί"...Τίποτα πάνω του δεν θυμίζει τον ασκητικό Άγιο της δικής μας παράδοσης....Και μόνο η θεόρατη κοιλιά του-που παραπέμπει σε καιρούς και νοοτροπίες αφθονίας- με κάνει να ντρέπομαι όταν σκέφτομαι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που πεθαίνουν από την πείνα... 
Θυμήθηκα λοιπόν και σας γράφω ένα πολύ καλό άρθρο,γραμμένο από τον αφηγητή Στέλιο Πελασγό -που έχουμε την τύχη να ζει στην περιοχή μας και να παρακολουθούμε συχνά τις δραστηριότητές του-σχετικά με τον Άη-Βασίλη(και όχι μόνο...πολύ υγιής και η άποψή του για την Παράδοση),το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μητρόπολής μας ¨ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ",το Δεκέμβριο του 2007....
"Ο Άη-Βασίλης της λαϊκής παράδοσης και της μαζικής κουλτούρας"
"Κάθε φορά που ακούμε παράδοση στις μέρες μας,η ψυχή μας λες και ζεσταίνεται από τις φλόγες ενός τζακιού και από τα ήμερα βλέμματα της οικογένειας και της γειτονιάς που γύρω της ακούει παραμύθια και τραγούδια.Είναι όμως μια εικόνα κατασκευασμένη από αυτό που ο πατέρας της θρησκειολογίας Μιρτσέα Ελιάντ,ονόμασε "νοσταλγία του Παραδείσου".Σε καιρούς σύγχυσης και αποπροσανατολισμού μοιάζουμε με το παιδί που χάθηκε στο σκοτεινό δάσος των παραμυθιών και βλέπει πέρα μακριά ένα φωτάκι να λάμπει.Ελπίζει να είναι ένα καλύβι του δάσους,καταφύγιο και σωτηρία.
 Έτσι πλησιάζουμε σήμερα την παράδοση,σαν χαμένα παιδιά.Όποια λέξη κι αν συνοδέψει,την κοσμεί.Μιλάμε για εκκλησιαστική ή για λαϊκή παράδοση,για παραδοσιακούς χορούς, εικόνες, αξίες, συμπεριφορές,μέχρι και για παραδοσιακές γεύσεις ή παραδοσιακά ξενοδοχεία!!!
Είναι κι αυτό σημάδι των καιρών.Η παράδοση θεωρούνταν άλλοτε(και σίγουρα θα ξαναθεωρηθεί "στου κύκλου τα γυρίσματα")προϊόν συντήρησης και αδράνειας,συνώνυμη του σκοταδισμού και της καταπίεσης,δύναμη που κατέπνιγε το ανθρώπινο πνεύμα και σώμα.Μονάχα μια νηφάλια θεώρησή της μπορεί να διακρίνει τι χρήσιμο κομίζει η παράδοση σε κάθε εποχή και να επιλέξει με διάκριση.Ο κυρ-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης νοσταλγούσε το νησί του,μα δεν έκρυβε την βασανισμένη ζωή και τα σκοτεινά πάθη που συνυπήρχαν μαζί με την πίστη,τον ηρωισμό,την καρτερία,την ταπείνωση και την αλληλεγγύη.
Η λαϊκή παράδοση μοιάζει ενιαία και μαρμαρωμένη,μόνο εάν δεν μετέχουμε σ' αυτήν και την κοιτούμε από απόσταση ατομικής ασφάλειας που εμποδίζει την προσωπική κοινωνία.Είναι όμως δυναμική και εξελισσόμενη και περιέχει μέσα της στοιχεία που εκφράζουν όλες τις ανθρώπινες τάσεις και συμπεριφορές,τα πάθη και τα ιδανικά.Η πολυμορφία της είναι η ομορφιά της,αφού μέσα της ο καθένας μπορεί να βρει και το σκοτεινό και το φωτεινό,και το χαμερπές και το υψιπετές. Παράλληλα,όμως,στηρίζει πρόσωπα και κοινότητες,με μια δύναμη συνεκτική,γιατί η πολυμορφία και η ελευθερία της ελέγχεται από δύο στοιχεία.Τον συλλογικό-κοινοτικό της χαρακτήρα και την διαχρονική της διάσταση.
Η κοινότητα είναι αυτή που αποφασίζει τελικά για το τι θα διασωθεί στο χρόνο,για το τι αποδείχθηκε όμορφο και χρήσιμο(στη λαϊκή τέχνη το χρήσιμο και το όμορφο,το καλό και το αγαθό ταυτίζονται). Στη μεταμοντέρνα εποχή μας η λαϊκή παράδοση έχει πάψει να λειτουργεί,λόγω της αλλαγής της οικονομίας και του τρόπου επικοινωνίας,από την εμπορευματοποίηση δηλαδή και το θέαμα.Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης μετατρέπουν την ανθρώπινη ζωή(αλλά και τη θρησκεία και την Ιστορία)σε θέαμα.Συνάμα,η οικονομική οργάνωση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών μετατρέπει τον καθένα και το καθετί σε εμπόρευμα,ορίζει την αξία του ανάλογα με το πόσο  μπορεί να πουληθεί ή να αγοραστεί.Έτσι περνάμε από την εποχή της λαϊκής παράδοσης των παππούδων μας στην εποχή της μαζικής κουλτούρας των παιδιών μας.
Ο Μέγας Βασίλειος δεν είναι μόνο Άγιος της Εκκλησίας μας και ιστορικό πρόσωπο,αλλά και μια μορφή τόσο της λαϊκής παράδοσης όσο και της μαζικής κουλτούρας.Είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε με καθαρή ματιά τις δύο αυτές όψεις του,για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στις απορίες των παιδιών μας(αλλά και στην εσωτερική σύγχυση που μας δημιουργεί η σύγκρουση των πολλαπλών ειδώλων του με την ιστορική μορφή του Αγίου).
Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗΣ
Όποιος έχει σπίτι του νήπια ή παιδιά σχολικής ηλικίας,μπορεί να τα ρωτήσει για να μάθει για τον σύγχρονο Άη-Βασίλη.Τις ίδιες πληροφορίες θα πάρει εάν παρακολουθήσει τηλεόραση,χαζέψει τις βιτρίνες των καταστημάτων ή διαβάσει την πλειοψηφία των βιβλίων της παιδικής λογοτεχνίας.
*Ο Άη-Βασίλης φέρνει δώρα για όλα τα καλά παιδιά την βραδιά της πρωτοχρονιάς(τα κακά παιδιά μένουν χωρίς δώρο ή παίρνουν για δώρο κάρβουνα σύμφωνα με την αγγλοσαξονική παράδοση).
*Ο Άη-Βασίλης ζει σε ένα χωριό στην Λαπωνία,κοντά στο Βόρειο Πόλο(τα πλουσιόπαιδα μπορούν να πάνε και εκδρομή με τους γονείς τους να το επισκεφτούν).Δεν είναι όμως Λάπωνας,τους ιθαγενείς τους έχει για να καθαρίζουν το σπίτι και το εργοστάσιο.Είναι απροσδιόριστης εθνικότητας και γλώσσας.
*Είναι διευθυντής σε μια μικρή μονάδα παραγωγής παιχνιδιών,όπου δουλεύουν νυχθημερόν ακούραστα ανθρωπάρια,που τα ονομάζουν άλλοτε ξωτικά και άλλοτε νάνους.Το εργαστήρι του λειτουργεί ακατάπαυστα όλο το χρόνο εκτός από την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
*Η βασική του ασχολία είναι η παραλαβή και η ανάγνωση των παραγγελιών που του στέλνουν τα παιδιά με γράμματα καθώς και η παράδοση των παιχνιδιών κατ' οίκον,ένα είδος ντιλίβερι.
*Δεν έχει παπάκι,όπως οι νεαροί που μοιράζουν πίτσες και σουβλάκια,αλλά ταξιδεύει πετώντας σαν υπερήρωας κόμικς πάνω σε ένα ιπτάμενο έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι.
*Είναι βιαστικός και αγχώνεται με τα προβλήματα που προκύπτουν κάθε φορά στην ετοιμασία και την παράδοση των δώρων.
*Είναι γέρος και φορά κόκκινα ρούχα με άσπρη γούνα στην άκρη και μεγάλες μαύρες μπότες.Είναι πάντοτε χαμογελαστός σαν κλόουν.
*Δεν ξέρουμε γιατί έγινε Άγιος ή εάν έχει κάποια σχέση με τον Χριστό.Δεν υπάρχει πουθενά γύρω του κάτι που να δηλώνει κάποια σχέση με τον Χριστιανισμό,δεν φορά ούτε κρατά σταυρό.
*Κρατάει και κουνάει μια κουδούνα σαν τον πανηγυρτζή έμπορα που διαλαλεί το εμπόρευμά του.
*Είναι σύμβολο αφθονίας,γι αυτό άλλωστε είναι και χοντρός.Όλα πάνω του είναι πολλά.Είναι πολύ χαρούμενος,πολύ καλός και φέρνει πολλά δώρα.Ίσως γι αυτό και συχνάζει στα υπερκαταστήματα,όπου μπορείς να αγοράσεις πολλά(σκουπίδια)μεγάλου μεγέθους με λίγα χρήματα.Για τον Άη-Βασίλη,τον προστάτη της υπερκατανάλωσης,όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά.
Ο ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Ας δούμε όμως πως διασώζει την εικόνα του Αγίου η λαϊκή μας παράδοση.Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα λάβουμε από μια μοναδική παραλλαγή των καλάντων της Κύπρου.Είναι από ένα τουρκοκρατούμενο σήμερα χωριό,την Κοντέα.Τα κάλαντα αυτά είναι πολύ σπάνια και έχουν καταγραφεί το 1993 από το στόμα του μεγάλου λαϊκού ποιητή,ψάλτη και μουσικού της βασανισμένης Κύπρου,τον Χαράλαμπο Δημοσθένους.
Άης Βασίλης έρκεται,από την Καισαρείαν
Εβάσταν εις το σιέριν του Γριστόν τζιαί Παναΐαν.
Οι λιόντες τον επιάσασιν μέσα στα μερσηνάτζια
Βασίλη ξέρεις γράμματα;Πε μας τ' αρφαβητάτζια.
Εκούμπησεν την βέρκαν του,να πει τ' αρφαβητάτζια
Τζέι πάνω σ' τζέιν' την βέρκαν του κλωνάρκα εποιούσαν
Τζέι πάνω σ' τζείνα τα κλωνιά,πουλιά ετζελαδούσαν.
Τούτος ο Άγιος που διασώζεται στα κάλαντα αυτά είναι το αντίθετο του σύγχρονου Άη-Βασίλη.Ο Άγιος της παράδοσης έρχεται από την καθ' ημάς Ανατολή,από την Καισαρεία,πατρίδα πολλών από τους παππούδες μας,όχι από τους Υπερβόρειους,την Λαπωνία.
Ο Άγιος είναι ασκητής,δεν είναι παχουλός κλόουν.Η παράδοση τον παρουσιάζει χριστιανό ιεράρχη,που κρατά στο χέρι του εικόνα του Χριστού και της Παναγίας,όχι την κουδούνα του έμπορα.Είναι ο Άγιος των γραμμάτων και με τη μόρφωσή του σώζεται,αφού όταν τον πιάνουν οι εχθροί του,τα λιοντάρια,τον ρωτούν να πει την αλφαβήτα.Μέσα σε λίγους στίχους τα κάλαντα δήλωσαν πως ο Άη-Βασίλης είναι χριστιανός και μιλά,διαβάζει και γράφει ελληνικά.Για τον Άη-Βασίλη,τον άλλο,δεν ξέρουμε τη γλώσσα και τη θρησκεία του.
Ο Άγιος βρίσκεται κοντά μας,περπατά δίπλα μας,μέσα στη φύση της πατρίδας μας,μέσα στις "δοξαστικές μυρσίνες",μέσα στα μερσινάκια κι όχι στην παγωμένη έρημο του Βορρά.
Είναι αξιοσημείωτη και η ποιητική εικόνα του ραβδιού που βγάζει κλωνάρια και πάνω του κελαηδούν πουλιά.Εδώ φαίνεται το βάθος των χρόνων,που διασχίζει με μια ανάσα τραγουδιστή η παράδοση.Το ραβδί που πετά κλαριά κι ανθούς το συναντάμε σε ιστορία από το γεροντικό.Η ιστορία λέει  πως ένας γέροντας έμπηξε το ραβδί του στις πέτρες και όρισε στον υποτακτικό του να το ποτίζει καθημερινά.Μετά από καιρό,ο νέος ήρθε λάμποντας στον γέροντα φέρνοντάς του καρπό από το ξερό ραβδί που άνθισε θαυματουργικά και έδωσε καρπούς.
Ο μεγάλος Κύπριος χαράκτης Χαμπής,ο ακούραστος υπηρέτης της λαϊκής ελληνικής παράδοσης του μαρτυρικού νησιού,χάραξε την εικόνα του Αγίου,όπως την διασώζουν τα λαϊκά αυτά κάλαντα.Ο ασκητικός Άγιος δεν γελά με φουσκωμένα κόκκινα μάγουλα,όπως ο Άη-Βασίλης της μαζικής κουλτούρας.Έχει ψηλό μέτωπο,χαραγμένο από την ευθύνη και την περίσκεψη και η γλυκύτητά του προέρχεται από την εικόνα της Βρεφοκρατούσας που βαστά.Στέκεται μέσα σε μια βροχή ελληνικά γράμματα,"τ' αρφαβητάτζια",ανάμεσα στους λιόντες και τις μυρσίνες,πάνω από τα κεφάλια των χαρούμενων παιδιών που τραγουδούν. 
Μέσα σε μια βροχή ελληνικά γράμματα,ασκητικός,με μιαν εικόνα αγκαλιά,ατάραχος ανάμεσα στα λιοντάρια,πάνω από παιδικά κεφάλια που τραγουδούν.Σαν όραμα νύχτας πρωτοχρονιάς στον ύπνο του Μακρυγιάννη."
Προσυπογράφω όλα όσα ο Στέλιος Πελασγος έγραψε...Δεν έχω να προσθέσω πολλά...Μόνο την αγωνία μου για το τι κληρονομιά θα παραδώσουμε στα παιδιά μας...Παρατηρώ την παγίωση της άποψης πως τα παιδιά πρέπει να ζουν μέσα σε ένα παραμύθι,μέρος του οποίου είναι και ο Άη-Βασίλης της εποχής τους...Μου το επιβεβαίωσαν οι μαθητές μου που σε ανάλογη συζήτηση υποστήριξαν πως δεν πρέπει να χαθεί για τα παιδιά η...Μαγεία των Χριστουγέννων...Μα τα Χριστούγεννα δεν είναι μαγεία...είναι η γέννηση του Χριστού,της αγάπης...Η αγάπη δεν είναι παραμύθι,φαντασία...Είναι ζητούμενο,αγώνας ζωής, σκοπός...Ο Άγιος Βασίλειος δεν έγινε Άγιος φτιάχνοντας παιχνίδια και χασκογελώντας,αλλά με πόνο και άσκηση...Αυτό πρέπει να το ξέρουν τα παιδιά μας...Και να προσπαθήσουν να του μοιάσουν...Να γίνουν άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, ελεήμονες, αφιλοχρήματοι,όπως αυτός... Φτάνουν πια τα παραμύθια που χρόνια κοιμίζουν κι εμάς και τα παιδιά μας...Επιμένω πως η αλήθεια όσο σκληρή και οδυνηρή κι αν είναι παραμένει αναντικατάστατη...Τα παιδιά μας θέλουν αλήθειες για να βρουν ουσία στη ζωή...Βαθιά μέσα τους ξέρουν πως τα Χριστούγεννα όπως τα καταντήσαμε δεν είναι παρά μια άδεια φούσκα...Μακάρι να μας φωτίζει πάντα ο Θεός και ο Άγιος Βασίλειος....Καλημέρα σας εύχομαι...




Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Καλημέρα και σήμερα με τον κυρ-Φώτη Κόντογλου...

latelierdemarieanne.blogspot.gr/2011/11/blog-post_15.html.
Το τρίτο στολιδάκι του δέντρου μου(http://vasanakia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html),από τα πιο αγαπημένα...το βρήκα δίπλα στο προσκεφάλι μου... εκεί είναι ο τόπος του...χρόνια τώρα...Μιλάει για τη  δίχως νόημα ζωή που κάνουμε οι άνθρωποι... και πολύ περισσότερο αυτές τις άγιες ημέρες του Δωδεκαημέρου...για τις άδειες ψυχές μας που προσπαθούμε μάταια να τις γεμίσουμε με θόρυβο και διασκεδάσεις...για να ξεχάσουμε τη μοναξιά και την ασχήμια του κόσμου μας...
 Καρδία συντετριμμένη,Φώτης Κόντογλου
Αληθινή χαρά, η πονεμένη
Εχτές, παραμονή τής Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στό κουβούκλι μας περασμένα τά μεσάνυχτα, καί συλλογιζόμουνα.
Είχα δουλέψει νυχτέρι γιά νά τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλούσα, καί δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σέ μεγάλη κατάνυξη, καί ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα τήν Παναγία, κ η Μαρία έψελνε καί κείνη μαζί μου μέ τή γλυκειά φωνή της. 
Βλογημένη γυναίκα μού έδωσε ο Θεός, άς είναι δοξασμένο τ όνομά του γιά όλα τά μυστήρια τής οικονομίας του. Τόν ευχαριστώ γιά όσα μού έδωσε, καί πρώτ απ όλα γιά τήν απλή τή Μαρία, πού μού τή δώρησε συντροφιά στή ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ ένα παλιόν καστρότοιχο. Τό κρουσταλένιο νερό του δέν θολώνει μέ τά χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιό καθαρό καί πιό γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας πού χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τόν άνδρα της, καί θά ζήσει ειρηνεμένα τά χρόνια τής ζωής του. Καλή γυναίκα, κορώνα στό κεφάλι τού ανδρός της. Η εμορφιά τής καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στό σπίτι σάν τόν ήλιο πού βγαίνει καί λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μού χάρισε κ εμένα ο Κύριος.
Η εμορφιά δέν τήν περηφάνεψε, ίσια-ίσια η ταπείνωση τήν πλήθυνε, κι ο φόβος τού Θεού τήν ευωδίασε. Ανάμεσα στίς έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δέν θάμπωσε τό κρούσταλλό της, κ η πονηρία δέν λέρωσε τό σιντέφι τής ψυχής της. Κοντά μου κάθεται καί μέ συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος. Μαρία η απλή! Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κ εγώ δουλεύω τήν αγιασμένη τέχνη μου καί φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τά προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μάς έδωσε ο Παντοδύναμος, πού τήν έχουνε λιγοστοί άνθρωποι, «ότι επέβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν τών δούλων αυτού». Τό καλύβι μας είναι φτωχό στά μάτια τού κόσμου, καί μολοταύτα στ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κ η ευλάβεια. Κ εμείς πού καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιό φτωχοί από τούς φτωχούς, πλήν μάς πλουτίζει μέ τά πλούτη του Εκείνος, πού είπε: «πλούσιοι επτώχευσαν καί επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τόν Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τή δουλειά μου κατά τά μεσάνυχτα, ξάπλωσα στό μεντέρι μου, κ η Μαρία ξάπλωσε καί κείνη κοντά μου καί σκεπάσθηκε καί τήν πήρε ο ύπνος. Έπιασα νά συλλογίζουμαι τόν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τόν εαυτό μου καί τούς δικούς μου, τή γυναίκα μου καί τό παιδί μου. Γύρισα καί κοίταξα τή Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη καί δέν φαινόταν άν είναι άνθρωπος αποκάτω από τό σκέπασμα. Κ είπα: Ποιός μάς συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μά δέν πιστεύουνε σέ τίποτα, γι αυτό είπε ο Δαυίδ: «πάς άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καί κοίταξα τό φτωχικό μας, πού ναι σάν ξωκκλήσι, στολισμένο μέ εικονίσματα καί μέ αγιωτικά βιβλία, χωμένα ανάμεσα στ αρχοντόσπιτα τής Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σάν τόν φτωχό πού ντρέπεται μή τόν δεί ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καί κείνη μέσα μου.
 Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τόν κόσμο κ οι λογισμοί μου πώς ήτανε καί κείνοι κρυμμένοι πίσω από τό καταπέτασμα πού χώριζε τόν κόσμο από μένα, καί πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τόν δικό μας τόν κόσμο. Κι αντί νά πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πώς μ έχουνε ξεχασμένον, κ η χαρά η μυστική, πού τήν νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κ η παρηγοριά μέ γλύκανε σάν μπάλσαμο, ανακατεμένη μέ τό παράπονο. Καί φχαρίστησα Εκείνον, πού κάνει τέτοια μυστήρια στόν άνθρωπο καί πού κάνει πλούσιους τούς φτωχούς, χαρούμενους τούς θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στούς ξεμοναχιασμένους, καί πού μεθά μέ τό κρασί τής τράπεζάς Του όσους βάλανε τήν ελπίδα τους σέ Κείνον. 
Άν δέν ήμουνα φτωχός καί ξευτελισμένος, δέν θά μπορούσα νά αξιωθώ τούτη τήν πονεμένη χαρά, γιατί δέν ξαγοράζεται μέ τίποτα άλλο, παρεχτός μέ τήν συντριβή τής καρδιάς, κατά τόν Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δέν πόνεσε καί δέν ταπεινώθηκε, δέν παίρνει έλεος. Έτσι τά θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μά οι άνθρωποι δέν τά νοιώθουνε αυτά, γιατί δέν θέλουνε νά πονέσουν καί νά ταπεινωθούνε, ώστε νά νοιώσουνε κάτι παραπέρα από τήν καλοπέραση τού κορμιού κι από τά μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς νά τό καταλάβω, ανεβαίνανε τά δάκρυα στά μάτια μου, δάκρυα γιά τόν κόσμο καί δάκρυα γιά μένα. Δάκρυα γιά τόν κόσμο, γιατί γυρεύει νά βρεί τή χαρά εκεί πού δέν βρίσκεται καί δάκρυα γιά μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τή φτώχεια καί τούς άλλους πειρασμούς, καί δικαίωσα τούς ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δέν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς νά περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύτηκα κατά τό πνεύμα, κ ένοιωσα πώς δέν φοβάμαι τή φτώχεια, παρά πώς τήν αγαπώ. Καί κατάλαβα καλά, πώς δέν πρέπει ο άνθρωπος νά αγαπήσει άλλο τίποτα από τόν πόνο του, γιατί από τόν πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κ η παρηγοριά, κ εκεί βρίσκουνται οι πηγές τής αληθινής ζωής. 
Αληθινά, η φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος τό νικήσει, όμως, καί φτάξει νά μήν τό φοβάται, θά βρεί μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τήν αφοβιά τή δίνει ο Κύριος άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ αυτόν τόν πόλεμο πού η αντρεία λέγεται ταπείνωση, καί τά βραβεία είναι καταφρόνεση καί ξευτελισμός, δέν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δέν περάσει από τή φωτιά τής δοκιμής, δέν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, καί γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», καί γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θά παρηγορηθούνε». Όποιος δέν απελπίστηκε από όλα, δέν τρέχει κοντά στόν Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι αυτόν, παρεχτός τού Θεού.
 Κ εκεί πού τά συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος καί μία αφοβιά ακόμα πιό μεγάλη, κ ειρήνη μέ περισκέπασε, κ είπα τά λόγια πού είπε ο Ιωνάς μέσα από τό θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου πρός Κύριον τόν Θεόν μου καί εισήκουσέ μου»! «Από τήν κοιλιά τού Άδη άκουσες τήν κραυγή μου, άκουσές τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη μέ έζωσε. Τό κεφάλι μου χώνεψε μέσα στίς σκισμάδες τών βουνών, κατέβηκα στή γής, πού τήν κρατάνε αμπάρες ακατέλυτες. Άς ανεβεί η ζωή μου από τή φθορά πρός εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Τήν ώρα πού χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τόν Κύριο. Άς ερθεί η προσευχή μου στήν αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγονται μάταια καί ψεύτικα θά παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μά εγώ θά σέ φχαριστήσω καί μέ φωνή αινέσεως θά σέ δοξολογήσω». 
Καί πάλι δόξασα τόν Θεό καί τόν φχαρίστησα γιατί μ έκανε αναίσθητο γιά τίς ηδονές τού κόσμου, τόσο πού νά σιχαίνουμαι όσα είναι ποθητά γιά τούς άλλους, καί νά νοιώθω πώς είμαι κερδισμένος, όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος καί γιατί πήρα δύναμη από Κείνον νά καταφρονήσω τόν σατανά, πού παραφυλάγει πότε θά λιγοψυχήσω, κ έρχεται καί μού λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θά γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέπεις». Καί πάλι ξανάρχεται καί μού λέγει: «Έ, πώς χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τόν αλαλαγμό, τίς φωνές πού βγαίνουνε από τά παλάτια, όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες καί γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με καί θάν απλώσεις μονάχα τό χέρι σου νά τά πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος γιά τήν τέχνη σου γιατί νά υποφέρνεις, σέ καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τά καλά καί τ αγαθά, μ όλο πού δέν έχουνε τή δική σου τήν αξιωσύνη; Κοίταξε τή φτώχειά σου, κι άν δέν λυπάσαι τόν εαυτό σου, λυπήσου τήν καϋμένη τή γυναίκα σου, τό φτωχό τό παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!
 Άλλη φορά τόν άκουγα, μέ όλο πού δέν έκανα ό,τι μού λεγε, μά τώρα τόν άφησα νά λέγει χωρίς νά τόν ακούω ολότελα. Εμένα ο νούς μου ήτανε σέ κείνους τούς θλιμμένους καί τούς βασανισμένους, πού δέν έχουνε ελπίδα, καί σέ κείνους πού τρώγανε καί πίνανε κείνη τή νύχτα, καί χορεύανε μέ τίς γυναίκες πού δέν έχουνε ντροπή, καί σέ κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράγματα πού δέν μπορούνε νά τ αποχωριστούνε σάν σιμώσει ο θάνατος, καί πού καταγίνουνται νά δέσουνε τόν εαυτό τους μέ πιό πολλά σκοινιά, αντίς νά τά λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί καί τρεμάμενοι καί θέλουνε νά ζεσταθούνε καί ρίχνουνε από πάνω τούς όλα αυτά τά πράγματα, σάν τόν θερμασμένο πού ρίχνει απάνω του παπλώματα καί ρούχα, δίχως νά ζεσταθεί. 
 Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιό φτωχοί στό απομέσα πλούτος, γιά νά χουν ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράγματα. Αυτά πού λένε χαρές καί ηδονές, τά δοκίμασα κ εγώ σάν άνθρωπος, καί πίστευα κ εγώ πώς ήτανε στ αλήθεια χαρά κ ευτυχία. Μά γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευστιές καί φαντασίες ασύστατες, καί πώς χοντραίνουνε τήν ψυχή καί στραβώνουνε τά πνευματικά της μάτια καί δέν μπορεί νά δεί, καί γίνεται κακιά κι αλύπητη στόν πόνο τ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεχτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στήν καλοπέραση τού κορμιού τους δέν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δέν έχουνε ειρήνη γιά τούτο θέλουνε νά βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα καί νά ζαλίζουνται, ώστε νά θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μία θέρμη τής διάνοιας καί μία ελπίδα τής καρδιάς πού τίς αξιώνουνται όσοι θέλουνε νά μήν τούς ξέρουνε οι άνθρωποι, γιά νά τούς ξέρει ο Θεός. Γι αυτό, Κύριε καί Θεέ καί Πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τή φτώχεια, κι από τά βάσανα, κι από τήν καταφρόνεση τού κόσμου, γιά ν ανεβεί σέ Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε τήν αδυναμία του αληθινά όσο γλήγορα τό κατάλαβε, τόσο πιό γλήγορα θάν απογευτεί από τό ψωμί πού θρέφει κι από τό κρασί πού δυναμώνει, άν έχει τήν πίστη του σέ Σένα αλλιώς θά γκρεμνιστεί στό βάραθρο τής απελπισίας. Μέ τί λόγια νά φχαριστήσω τόν Κύριό μου, πού ήμουνα χαμένος καί μέ χεροκράτησε, στραβός καί μ έκανε νά βλέπω; Εκείνος έστρεψε τήν λύπη μου σέ χαρά. «Διήλθομεν διά πυρός καί ύδατος, καί εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ Αυτόν»!
Αδέρφια μου, δώστε προσοχή στά λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κ εγώ, καί θαρρούσα πώς έβλεπα μά τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός καί κουφός καί ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλιώς δέν ανοίγουνε τά μάτια στό αληθινό τό φώς, μήτε τ αυτιά ακούνε τά καλά μηνύματα, μήτε τά πόδια περπατάνε στό δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι η αιώνια πολιτεία τού Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δέν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος κ έρημος στόν κόσμο τούτον, δέν θά ταπεινωθεί: κι όποιος δέν ταπεινωθεί, δέν θά ελεηθεί. Η λύπη τής διάνοιάς μας σιμώνει στόν Θεό. Γι αυτό δέν θέλω καμμιά καλοπέραση καρδιά συντριμμένη.
 Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τή νύχτα, καί τά μάτια μου τρέχανε. Δέν ήξερε τί συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα τρυπωμένος, στό κουβούκλι μου, ούτε κάν η Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ όξω, τά δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε καί πώς παρακαλούσανε ν ανοίξω νά μπούνε μέσα νά προστατευτούνε. Τό καντήλι έρριχνε τό χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στά κονίσματα καί στ ασημωμένο Ευαγγέλιο. Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος.
  Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες μέ τίς γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής, γιορτάζει τόν θάνατο τού κορμιού του, πού κάνει τόσα γιά νά τό φχαριστήσει. Λές πώς κερδίσανε τήν αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούριος χρόνος, αντίς νά κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στό τέλος αυτής τής πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σέ λίγο θά καταντήσουνε τά κόκκαλά τους σάν λιθάρια άψυχα, θά γκρεμνιστούνε τά παλάτια τους, θά σβήσει καί όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σάν κάποιο πράγμα πού δέν γίνηκε ποτές. Ώ κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε;
«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»


Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Καλημέρα και σήμερα με τη Μπάμπουσκα....

 
 Σήμερα βρήκα -ψάχνοντας τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου- το...δεύτερο στολιδάκι του χριστουγεννιάτικου δέντρου μου(http://vasanakia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html)...Μια ιστορία παραδοσιακή της Ρωσίας...Τη διάβαζα κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα στα παιδιά μου,αλλά στην πραγματικότητα εγώ ήθελα πιο πολύ να την ακούσω... Μιλάει για μια γυναίκα πολυάσχολη που δεν έβρισκε ποτέ χρόνο να ακολουθήσει τα ουσιαστικά της ζωής,δηλαδή για όλους εμάς....
                            
 Η ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑ                                                   
 "Όλοι οι χωρικοί ήταν έξω, μιλώντας με ενθουσιασμό.
"Ξαναείδατε χτες βράδυ εκείνο το φωτεινό αστέρι;"
"Φυσικά και το είδαμε!"
"Ναι, και ήταν μεγαλύτερο"
"Ναι! Και η πορεία του ήταν προς το χωριό μας. Απόψε θα είναι ακριβώς από πάνω μας"
Εκείνο το βράδυ, ο ενθουσιασμός διαπερνούσε την ατμόσφαιρα ευχάριστα, σα γλυκό αεράκι, και περνούσε μέσα από τα σοκάκια και τους δρόμους.
"Ήρθε ένα μήνυμα"
"Πλησιάζει ένας στρατός"
"Όχι στρατός, παρέλαση είναι"
"Άλογα, καμήλες και θησαυροί"
Τώρα όλοι ήταν περίεργοι για τα νέα! Κανείς δεν μπορούσε να δουλέψει. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει μέσα.
Κανείς, εκτός από τη Μπάμπουσκα. Η Μπάμπουσκα είχε δουλειές να κάνει. Πάντα είχε. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, γυάλιζε τα πατώματα και όλα έλαμπαν! Το σπίτι της ήταν το πιο περιποιημένο, πάντα καθαρό και αστραφτερό.
"Όλα αυτά τα κάνουν για ένα αστέρι", μουρμούρισε. "Δεν έχω χρόνο, ούτε για να κοιτάζω. Έχω μείνει τόσο πίσω στη δουλειά, που πρέπει να μαζεύω και να καθαρίζω όλο το βράδυ!"
Έτσι, δεν είδε το αστέρι που έλαμπε στον ουρανό εκείνο το βράδυ. Ούτε θαύμασε την παρέλαση που έγινε στο χωριό με τα πανέμορφα φωτάκια. Ούτε άκουσε τις φλογέρες και τα τύμπανα που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν, καθώς η παρέλαση πλησίαζε στο χωριό. Επίσης δεν άκουσε τις γεμάτες ενθουσιασμό φωνές των χωρικών και μετά το ξαφνικό ψιθύρισμα. Αλλά τον χτύπο στην πόρτα! Αυτόν τον άκουσε! Δεν γινόταν αλλιώς! 
"Τι είναι πάλι αυτό;" είπε ανοίγοντας την πόρτα.
Η Μπάμπουσκα απόρησε! Αυτοί που της χτύπησαν την πόρτα, ήταν τρεις βασιλιάδες!
"Ψάχνουμε ένα μέρος να ξεκουραστούμε", είπαν. "Και το σπίτι σου είναι το καλύτερο του χωριού".
"Θέλετε....να μείνετε εδώ;", ψέλλισε η Μπάμπουσκα.
"Ναι, μόνο μέχρι να πέσει η νύχτα και να ξαναφανεί το αστέρι"
Η Μπάμπουσκα ξεροκατάπιε από αμηχανία. "Ελάτε μέσα τότε!", είπε.
Πώς έλαμψαν τα μάτια των βασιλιάδων όταν είδαν τι τους πρόσφερε η Μπάμπουσκα στο τραπέζι! Καθώς τους σέρβιρε, η Μπάμπουσκα τους ρωτούσε συνέχεια:
"Ήρθατε από μακριά;"
"Ναι, από πολύ μακριά", απάντησε ο Κάσπαρ.
"Ακολουθούμε το αστέρι", είπε ο Μελχιόρ.
"Και προς τα πού πάτε δηλαδή;", απόρησε η Μπάμπουσκα.
"Δεν ξέρουμε", της είπαν. Αλλά πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε στο νεογέννητο Βασιλιά, ένα Βασιλιά που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί ποτέ, το βασιλιά της Γης και του Ουρανού.
"Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;" είπε ο Βαλτάσαρ. "Και να του πας κι εσύ ένα δώρο, όπως εμείς. Κοίτα, εγώ έχω χρυσό, και οι φίλοι μου φέρνουν λίβανο και σμύρνα"
"Α", είπε η Μπάμπουσκα, "δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτη. Όσο για δώρο...."
"Γιατί, αυτό το τουρσί θα άρεσε σε όλους τους βασιλιάδες!", είπε ο Βαλτάσαρ.
Η Μπάμπουσκα γέλασε. "Τουρσί; Για ένα μωρό; Ένα μωρό χρειάζεται παιχνίδια!"
Μετά σκέφτηκε για λίγο. "Έχω ένα ντουλαπάκι γεμάτο παιχνίδια", είπε θλιμμένα. "Το μικρό μου παιδί, ο δικός μου βασιλιάς πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός"
Ο Βαλτάσαρ τη σταμάτησε και της είπε:΅
"Αυτός ο νεογέννητος Βασιλιάς μπορεί να γίνει και ο δικός σου Βασιλιάς. Έλα μαζί"
"Θα...θα το σκεφτώ", ψέλλισε η Μπάμπουσκα.
 Καθώς οι βασιλιάδες κοιμούνταν, η Μπάμπουσκα καθάριζε και μάζευε το σπίτι όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Τι πολλή δουλειά που είχε να κάνει παραπάνω! Και αυτός ο νέος Βασιλιάς....Τι παράξενη ιδέα να φύγει με τους τρεις επισκέπτες της και να πάνε όλοι μαζί να τον βρουν! Όμως, μπορούσε να το κάνει αυτό; Να αφήσει το σπίτι της και να πάει να τον βρει έτσι απλά; Η Μπάμπουσκα ανασκουμπώθηκε! "Δεν υπάρχει χρόνος για όνειρα" σκέφτηκε. Τόση δουλειά, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τα πιάτα, και παραπάνω μερίδες για μαγείρεμα! Τελοσπάντων, για πόσο θα έλειπε; Και με το δώρο τι θα γινόταν; Αναστέναξε. "Έχω τόσα πολλά πράγματα να κάνω. Το σπίτι θα πρέπει να είναι καθαρό αφού φύγουν. Δεν θα μπορούσα να το αφήσω έτσι"
Ξαφνικά έφτασε η νύχτα.
Ήταν ένα αστέρι στον ουρανό!
"Είσαι έτοιμη, Μπάμπουσκα;"
"Θα ....Θα έρθω αύριο", είπε η Μπάμπουσκα. "Θα σας προλάβω όμως. Πρέπει για την ώρα να καθαρίσω λίγο, να βρω ένα δώρο, να ετοιμαστώ..."
Οι βασιλιάδες την αποχαιρέτησαν θλιμμένοι.
Το αστέρι έλαμπε στον ουρανό. Η Μπάμπουσκα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της, για να αρχίσει τη δουλειά.
Σκουπίζοντας, καθαρίζοντας, ξεσκονίζοντας, πέρασε η ώρα και ξημέρωσε! Τελικά, η Μπάμπουσκα πήγε στο μικρό ντουλαπάκι, το άνοιξε και ξανακοίταξε στεναχωρημένη όλα τα παιχνίδια. Ήταν τόσο σκονισμένα! Και ήταν σίγουρο πως δεν έκαναν για το νεογέννητο βασιλιά. Έπρεπε όλα να καθαριστούν.
"Καλύτερα να ξεκινήσω από τώρα να τα καθαρίζω", σκέφτηκε.
Δούλευε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Ένα προς ένα, τα παιχνίδια ακτινοβολούσαν, έλαμπαν και άστραφταν. Τώρα μπορούσε να τα προσφέρει στο νεογέννητο Βασιλιά.
 Η Μπάμπουσκα κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Ήταν ήδη πρωί! Μπορούσε να ακούσει τους αγρότες που δούλευαν. Μετά κοίταξε στον ουρανό, μα το αστέρι είχε χαθεί. Οι βασιλιάδες θα είχαν βρει ένα άλλο μέρος να ξεκουραστούν, και πίστεψε πως θα τους έβρισκε εύκολα τώρα. Αλλά η Μπάμπουσκα ένιωθε πολλή κούραση και αποφάσισε να ξαποστάσει -μόνο μία ώρα....
Ξαφνικά, ξύπνησε! Ήταν σκοτάδι! Είχε αποκοιμηθεί! Έτρεξε πανικόβλητη στο παράθυρο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Και το αστέρι δεν ήταν πουθενά! Έτρεξε πίσω στο σπίτι, ντύθηκε ζεστά, τύλιξε βιαστικά τα δώρα, τα έβαλε σε ένα καλαθάκι, και πήγε από το μονοπάτι που είχαν πάρει και οι βασιλιάδες.
Προχωρούσε βιαστικά, περνώντας από χωριό σε χωριό. Παντού ρωτούσε για τους βασιλιάδες.
"Ω, ναι, τους είδαμε" της έλεγαν. "Πήγαν από αυτό το δρόμο"
Η Μπάμπουσκα είχα χάσει πλέον το μέτρημα των ημερών. Πέρασε από χωριά και πόλεις. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Προχωρούσε μέρα και νύχτα. Τελικά έφτασε σε μία μεγάλη πόλη.
"Το παλάτι!" σκέφτηκε. Εδώ πρέπει να γεννήθηκε ο μικρός Βασιλιάς. 
"Κανένα νεογέννητο βασιλιά δεν έχουμε εδώ στο παλάτι" είπε ο φρουρός του παλατιού.
"Οι τρεις βασιλιάδες πέρασαν από εδώ;" ρώτησε η Μπάμπουσκα.
"Α, ναι, πέρασαν. Αλλά, δεν κάθισαν πολύ. Έφυγαν αμέσως, για να συνεχίσουν το δρόμο τους"
"Μα προς τα πού πήγαν;"
"Στη Βηθλεέμ. Δεν μπορώ να φανταστώ όμως γιατί εκεί. Είναι ένα πολύ φτωχικό χωριό. Αλλά σίγουρα πήγαιναν προς τη Βηθλεέμ".
Αμέσως η Μπάμπουσκα ξεκίνησε να πάει στη Βηθλεέμ.
 Ήταν πλέον απόγευμα όταν έφτασε επιτέλους στη Βηθλεέμ. Πόσες μέρες περπατούσε άραγε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Και θα μπορούσε ένας νεογέννητος Βασιλιάς να μένει σε ένα τόσο φτωχό μέρος; Σίγουρα τέτοιο μέρος δεν ήταν κατάλληλο για ένα Βασιλιά. Η Βηθλεέμ δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερη από το χωριό της....
Η Μπάμπουσκα προχώρησε στο πανδοχείο.
"Ω, ναι" είπε ο ιδιοκτήτης "οι τρεις βασιλιάδες ήταν εδώ πριν από τρεις ημέρες. Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι. Αλλά δεν κάθισαν ούτε μία νύχτα"
"Και το μωρό;" έκλαψε η Μπάμπουσκα. "Δεν ήταν και ένα νεογέννητο εδώ;"
"Ναι" είπε ο ιδιοκτήτης. "Εδώ ήταν. Και οι τρεις βασιλιάδες για το μωρό είχαν έρθει"
Όταν όμως είδε την απογοήτευση στα μάτια της σταμάτησε...
"Θα σου δείξω πού ήταν το μωρό" είπε ευγενικά. "Δυστυχώς δεν είχα άλλο μέρος να φιλοξενήσω τους γονείς του. Το πανδοχείο μου ήταν γεμάτο εκείνο το βράδυ. Το μόνο άδειο μέρος που είχα, ήταν αυτός ο στάβλος"
Η Μπάμπουσκα τον ακολούθησε.
"Να, εδώ είναι ο στάβλος" είπε και την άφησε να τον δει.
 "Μπάμπουσκα;"
Ένας άγγελος στεκόταν στο ημίφως της εξώπορτας. Την κοιτούσε με κατανόηση. Μήπως θα μπορούσε να της πει πού είχε πάει η οικογένειά της; Η Μπάμπουσκα γνώριζε τώρα ότι ο νεογέννητος Βασιλιάς ήταν για εκείνη το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο.
"Έχουν φύγει στην Αίγυπτο με ασφάλεια" επανέλαβε ο άγγελος στη Μπάμπουσκα. "Και οι βασιλιάδες επέστρεψαν στα βασίλειά τους. Ένας από αυτούς μου μίλησε για σένα. Λυπάμαι, αλλά όπως βλέπεις, έχεις αργήσει πολύ. Οι βοσκοί ήρθαν μόλις τους ειδοποίησαν οι άγγελοι. Οι βασιλιάδες ήρθαν μόλις είδαν το αστέρι. Βρήκαν το Βρέφος Ιησού Χριστό, το Σωτήρα του κόσμου"
Μερικοί λένε ότι η Μπάμπουσκα ψάχνει ακόμα να βρει το νεογέννητο Βασιλιά Χριστό, γιατί ο χρόνος δεν μετράει όταν ψάχνεις για κάτι αληθινό. Η Μπάμπουσκα ακόμα ψάχνει από σπίτι σε σπίτι ρωτώντας, "Είναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;"
Και τα Χριστούγεννα, όταν βλέπει ένα παιδάκι να κοιμάται και έχει ακούσει ότι κάνει καλές πράξεις, βγάζει ένα παιχνίδι από το καλαθάκι της, και το αφήνει δίπλα του. Μετά, συνεχίζει να ταξιδεύει και να ψάχνει, ρωτώντας:
"Έίναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;".

Διασκευή: Arthur Scholey                                              
...είμαι σίγουρη πως αυτό το παραμύθι έχει κάτι να πει στις ψυχές μας τις πολυμέριμνες,τις πολύβουες...Μακάρι να μην είχε....