Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ξεκινάς τη μέρα σου μέσα στη φύση...Στην απλότητα και την αμεριμνησία των ζωντανών πλασμάτων της....
...που-το βλέπεις καθαρά-τίποτα περισσότερο δεν θέλουν από τη ζωή παρά μόνο τροφή...
...και την τρυφερότητα της μάνας...
...στην οποία κι αυτά προστρέχουν...
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,ΠΡΩΤΟΥΓΕΝΝΑ,ΠΡΩΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ...
"Κάθε χρόνο ο μήνας Δεκέμβριος ξυπνά μέσα μας μνήμες νοσταλγικές με την προσδοκία της γιορτής των Χριστουγέννων,και αναζωπυρώνει την λησμονημένη ανακαινιστική δύναμη αυτής της "πρώτης γιορτής του χρόνου".Βεβαίως,η Εκκλησία μας μας προετοιμάζει από τις 15 Νοεμβρίου με την νηστεία και την μεστή από δογματικό και θεολογικό περιεχόμενο υμνολογία της,για το κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός της Ενανθρωπήσεως.
Στο μεταίχμιο του αιώνος που έφυγε και του νέου που ήδη οδεύουμε,φαίνεται να έχει εξασθενήσει ή να έχει φθαρεί το λεπτό εκείνο αισθητήριο,που μας έδινε τη δυνατότητα της μυήσεως και της μετοχής στα μηνύματα της εορτής,έστω και αν δεν καταλαβαίναμε τη σημασία των λέξεων.
Ήταν απλή,όμορφη,ευλογημένη η ζωή,όπως τη ζούσαμε στα αγροτικά χωριά μας,και οι θρησκευτικές γιορτές έδιναν χρώμα και νόημα στον καθημερινό μας βίο.Είναι όμως αλήθεια ότι κυρίως η γιορτή των Χριστουγέννων διέγειρε την προσμονή και την λαχτάρα μας,περισσότερο από ό,τι οι άλλες Δεσποτικές ή Θεομητορικές γιορτές.
Την γιορτάζαμε οικογενειακά,και πάντως μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα του μεγάλου αυτού γεγονότος,που το νιώθαμε απόλυτα οικείο.
Δεν υπήρχε τότε η ευμάρεια που παχύνει τις πνευματικές αισθήσεις.Και ίσως τώρα λειτουργεί σε βάρος του περιεχομένου η εξωτερική φαντασμαγορική διακόσμηση των ημερών,οι λογής-λογής,εισαγόμενες εν πολλοίς,αγοραστικές προκλήσεις,ο καταναλωτικός πυρετός και η πάση θυσία επιδιωκόμενη ευωχία,που δεν μας λείπει ούτε τον άλλο καιρό!!Που,λοιπόν,να μείνει χρόνος να αναζητήσουμε τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας στην ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ και να σταθούμε εκστατικοί μπροστά στη θεία συγκατάβαση!
Στα ταπεινά φτωχόσπιτα του χωριού μου γιορτάζαμε τον ερχομό του Χριστού σαν προσωπική μας γιορτή.Ο Χριστός που γεννήθηκε πιο φτωχικά από όλα τα παιδιά του χωριού μου,μέσα σε ένα σταύλο,στο παχνί,και ήρθε ανάμεσά μας συντροφευμένος από αυτή τη συγκινητική ανέχεια,ήταν πολύ οικείος μας.Και στο βάθος της καρδιάς μας σιγόκαιγε η προσμονή της γιορτής της γεννήσεώς του και μας γέμιζε με μια μυστική ανέκφραστη χαρά.Μια χαρά που δεν συνδεόταν με καμμιά ιδιοτέλεια,όπως π.χ. με την απόκτηση κάποιου δώρου,κάποιου καινούργιου ρούχου,που τόσο μας έλειπε,ή κάποιου παιχνιδιού.
Άλλωστε,το μόνο παιχνίδι που θα μπορούσαμε ίσως να ελπίζουμε ότι θα έρθει στην κατοχή μας,ήταν η πολυπόθητη "φούσκα",δηλαδή η ουροδόχος κύστη του γουρουνιού,που στα περισσότερα σπίτια έσφαζαν τέτοιες ημέρες.Ο τυχερός που κατόρθωνε να την φτάσει πρώτος,καθώς οι άντρες βγάζοντάς την από το σφαγμένο ζώο,την πετούσαν ψηλά και μακριά,γελώντας καλόκαρδα με την λαχτάρα μας,την χτυπούσε πάνω στις πέτρες μέχρι να εκλεπτυνθεί.Τότε την σήκωνε από τα χώματα και,παρά την βρωμιά της,την έβαζε στο στόμα και την φούσκωνε τρισευτυχισμένος.Ήταν ένα πρώτης τάξεως μπαλόνι,φυσικό και ανθεκτικό,με το οποίο παίζαμε "πάσσες" για πολλές ήμέρες.
Με το κρέας του γουρουνιού και τα παράγωγα-τσιγαρίδες,λίπος-"αρταινόταν" η οικογένεια σχεδόν μέχρι τη Σαρακοστή του Πάσχα.Αυτή ήταν η μόνη γαστρονομική απόλαυση των Χριστουγέννων.Τον άλλο καιρό τα περισσότερα σπιτικά περνούσαν με ασκητική σχεδόν λιτότητα.Έτσι όμως συνηθίζαμε στην ολιγάρκεια και μαθαίναμε να εκτιμούμε και το λίγο που είχαμε.
Αλλά τα Χριστούγεννα σε μας τα παιδιά επεφύλασσαν και την μοναδικότητα της χαράς των καλάντων.Μόλις ξημέρωνε η παραμονή,δεν κρατιόμασταν.Σαν χάραζε ο Θεός την μέρα του,διαλέγαμε ένα ίσιο κλαδί από πουρνάρι,καθαρίζαμε τη λαβή με το μαχαίρι,και ετοιμάζαμε τα στολίδια.Το παραδοσιακό καραβάκι μας ήταν παντελώς άγνωστο,μια και δεν είχαμε δει ποτέ θάλασσα.Ήμασταν στεριανοί άνθρωποι του κάμπου,που όσον ιδρώτα κι αν έπινε,έμενε πάντα του στεγνός.Αυτό το κλαδί το στολίζαμε με βαμβάκι,για να μοιάζει χιονισμένο,και με μικρά ανθρωπάκια-κουκλίτσες από μαλλί,που χρησιμοποιούσαν για κέντημα οι μεγαλύτερες κοπέλες. Κρεμούσαμε, ακόμη στα κλαδιά του τίποτε χρωματιστά χαρτιά που ξέπεφταν στα χέρια μας και τα γνωστά "σκαλιστά" με τα ευτραφή αγγελάκια.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό δεν μας κρατούσε τίποτε.Μήτε το τσουχτερό κρύο μήτε το χιόνι και ο βοριάς,που σφύριζε μανιασμένα και σώρευε βουναλάκια το χιόνι στους τοίχους των σπιτιών.Συχνά οι γονείς μας μας απέτρεπαν εξ αιτίας του καιρού,με διάφορες υποσχέσεις,μα υποχωρούσαν τελικά στα παρακάλια μας.Γιατί δεν ήταν τόσο τα κάστανα και τα ξυλοκέρατα,με τα οποία συνήθως μας φιλοδωρούσαν οι νοικοκυρές,όσο η χαρά που με τίποτε δεν μπορούσε να ανταλλαγεί.Που και που παίρναμε και κανένα φιρίκι.Το πορτοκάλι ήταν σπάνιο.Μόνο κάποιος συγγενής μπορούσε να κάνει τέτοια μεγαλόδωρη χειρονομία.Για χρήματα,ούτε λόγος.
Με γεμάτο το πάνινο σακκούλι μας-τη σχολική μας τσάντα-αφού είχαμε περπατήσει όλους τους σκοτεινούς τότε δρόμους του χωριού,γυρίζαμε στο σπίτι,ξυλιασμένοι,μα πανευτυχείς.Εκεί μας περίμενε η θαλπωρή της ζεστασιάς της ξυλόσομπας,που πάνω της το τσαϊερό τσιτσίριζε μονότονα,βγάζοντας ευωδιαστό ατμό από το τσάι που σιγόβραζε.Η μητέρα έτριβε τα παγωμένα χέρια μας να ζεσταθούν κι έστηνε αμέσως τον σοφρά.Παραμονή Χριστούγεννα,τσάι και ελιές ή χαλβάς το βραδινό μας,γιατί την άλλη μέρα θα κοινωνούσαμε.
Πριν ακόμη φέξει ήμασταν στο πόδι,έτοιμοι,περιμένοντας την καμπάνα.Πανέμορφη φάνταζε η εκκλησιά μας,λουσμένη στο ιλαρό φως των καντηλιών και των κεριών.Το θυμίαμα ευωδίαζε τον χώρο και δημιουργούσε κατανυκτική την ατμόσφαιρα.Οι επίτροποι συνδαύλιζαν τη φωτιά και γέμιζαν τη θερμάστρα με χοντρά ξύλα.Ο ψάλτης τερέτιζε τις μελωδικές καταβασίες των Χριστουγέννων και η καμπάνα γλυκόλαλη το διαλαλούσε μελωδικά και χαρούμενα.Τα σκαμμένα από τους κόπους πρόσωπα των χωριανών,λίγο λίγο άλλαζαν όψη.Καρτερικά και σφιγμένα στην αρχή,σιγά σιγά χαλάρωναν και γινόταν ιλαρά.
Όμοια μεταμορφωνόταν όλα μέσα στο ναό και μια λαμπρότητα άλλου κόσμου τύλιγε τους ανθρώπους και τα πράγματα.Κι ωδεύαμε προσκυνητές στη φάτνη μαζί με τους βοσκούς και τους μάγους κι ακούγαμε το θελκτικό τραγούδι των αγγέλων που ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό στη φάτνη,όπου είχε ανακλιθεί ταπεινά ο μέγας αναμενόμενος.Τα ζώα του στάβλου παρακολουθούσαν-ανυποψίαστα τάχα;-με τα μεγάλα σοβαρά μάτια τους την αγία Οικογένεια και μεις ανάμεσά τους εκστατικοί συμμετείχαμε στο Μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως.Κι όταν έβγαινε ο καλός παπάς μας μειλίχιος,λαμπερός στην Ωραία Πύλη,σπεύδαμε οι μικροί πρώτα να πάρουμε μέσα μας το νεογέννητο Χριστό,να τον ανακλίνουμε στη φάτνη της παιδικής μας καρδιάς.Ναι,τον τυλίγαμε στα ζεστά σπάργανα της αγάπης μας και τον νοιώθαμε μέσα μας ολοζώντανο.Και γυρίζαμε στο σπίτι χαρούμενοι,ευτυχισμένοι,γιατί η χάρις του Θεού ανεπλήρωσε,όντως,τα ελλείποντα.
Πέρασαν από τότε χρόνια...Ακούσαμε μελωδικότερες χριστουγεννιάτικες θείες λειτουργίες και σε μεγαλοπρεπέστερους ναούς.Μα όπως ένοιωθα τότε παιδί το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού,ποτέ δεν το ξανάνοιωσα.Γιατί,πως να βρούμε την απωλεσθείσα παιδικότητά μας;Πως να συμβιβάσθούμε με τη θεληματική στέρηση και τη λιτότητα;Πως ν΄ακούσουμε τα μηνύματα τ΄ουρανού που μας έχει απορροφήσει η γη;Πως να μπορούμε να ψάλλουμε,με κλειδωμένη στους άλλους την καρδιά,τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων,όταν για τον ταπεινό Χριστό της φάτνης δεν υπάρχει και σήμερα "τόπος" μέσα στα ευρύχωρα πια καταλύματά μας,τα καταστόλιστα για τη γιορτή των Χριστουγέννων;Παρά ταύτα,κάθε χρονιά μας συνεπαίρνει και ως κάποιο βαθμό ανακαινίζει τα έγκατά μας το υπερκόσμιο μήνυμα των Χριστουγέννων,αυτής της "πρώτης γιορτής του χρόνου"!"
...καλές οι προετοιμασίες του σπιτιού για τον ερχομό των Χριστουγέννων...χωρίς νόημα όμως αν πρώτα δεν στρώσουμε τη φάτνη της καρδιάς μας να Τον υποδεχτούμε...Είθε...
...που-το βλέπεις καθαρά-τίποτα περισσότερο δεν θέλουν από τη ζωή παρά μόνο τροφή...
...και την τρυφερότητα της μάνας...
...στην οποία κι αυτά προστρέχουν...
...ή που ξέρουν να πεθαίνουν χωρίς θόρυβο,ξέροντας πως κομμάτι του κύκλου είναι,και πως,ό,τι γεννιέται,θα πεθάνει...χωρίς να χαθεί...
...ή έχοντας διαβάσει αποβραδίς ένα κείμενο από τα παλιά...που σου γεννάει θύμησες πολλές και μια γλυκιά νοσταλγία στη καρδιά...Θα μπορούσα να το είχα γράψει κι εγώ...Ίδιες και οι δικές μου αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων.Δεν ξέρω το συγγραφέα.Δεν αναφέρεται στο περιοδικό όπου το βρήκα(Λυδία,τευχος406).Τον ευχαριστώ που μου θύμησε...Και το μοιράζομαι μαζί σας...ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,ΠΡΩΤΟΥΓΕΝΝΑ,ΠΡΩΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ...
"Κάθε χρόνο ο μήνας Δεκέμβριος ξυπνά μέσα μας μνήμες νοσταλγικές με την προσδοκία της γιορτής των Χριστουγέννων,και αναζωπυρώνει την λησμονημένη ανακαινιστική δύναμη αυτής της "πρώτης γιορτής του χρόνου".Βεβαίως,η Εκκλησία μας μας προετοιμάζει από τις 15 Νοεμβρίου με την νηστεία και την μεστή από δογματικό και θεολογικό περιεχόμενο υμνολογία της,για το κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός της Ενανθρωπήσεως.
Στο μεταίχμιο του αιώνος που έφυγε και του νέου που ήδη οδεύουμε,φαίνεται να έχει εξασθενήσει ή να έχει φθαρεί το λεπτό εκείνο αισθητήριο,που μας έδινε τη δυνατότητα της μυήσεως και της μετοχής στα μηνύματα της εορτής,έστω και αν δεν καταλαβαίναμε τη σημασία των λέξεων.
Ήταν απλή,όμορφη,ευλογημένη η ζωή,όπως τη ζούσαμε στα αγροτικά χωριά μας,και οι θρησκευτικές γιορτές έδιναν χρώμα και νόημα στον καθημερινό μας βίο.Είναι όμως αλήθεια ότι κυρίως η γιορτή των Χριστουγέννων διέγειρε την προσμονή και την λαχτάρα μας,περισσότερο από ό,τι οι άλλες Δεσποτικές ή Θεομητορικές γιορτές.
Την γιορτάζαμε οικογενειακά,και πάντως μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα του μεγάλου αυτού γεγονότος,που το νιώθαμε απόλυτα οικείο.
Δεν υπήρχε τότε η ευμάρεια που παχύνει τις πνευματικές αισθήσεις.Και ίσως τώρα λειτουργεί σε βάρος του περιεχομένου η εξωτερική φαντασμαγορική διακόσμηση των ημερών,οι λογής-λογής,εισαγόμενες εν πολλοίς,αγοραστικές προκλήσεις,ο καταναλωτικός πυρετός και η πάση θυσία επιδιωκόμενη ευωχία,που δεν μας λείπει ούτε τον άλλο καιρό!!Που,λοιπόν,να μείνει χρόνος να αναζητήσουμε τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας στην ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ και να σταθούμε εκστατικοί μπροστά στη θεία συγκατάβαση!
Στα ταπεινά φτωχόσπιτα του χωριού μου γιορτάζαμε τον ερχομό του Χριστού σαν προσωπική μας γιορτή.Ο Χριστός που γεννήθηκε πιο φτωχικά από όλα τα παιδιά του χωριού μου,μέσα σε ένα σταύλο,στο παχνί,και ήρθε ανάμεσά μας συντροφευμένος από αυτή τη συγκινητική ανέχεια,ήταν πολύ οικείος μας.Και στο βάθος της καρδιάς μας σιγόκαιγε η προσμονή της γιορτής της γεννήσεώς του και μας γέμιζε με μια μυστική ανέκφραστη χαρά.Μια χαρά που δεν συνδεόταν με καμμιά ιδιοτέλεια,όπως π.χ. με την απόκτηση κάποιου δώρου,κάποιου καινούργιου ρούχου,που τόσο μας έλειπε,ή κάποιου παιχνιδιού.
Άλλωστε,το μόνο παιχνίδι που θα μπορούσαμε ίσως να ελπίζουμε ότι θα έρθει στην κατοχή μας,ήταν η πολυπόθητη "φούσκα",δηλαδή η ουροδόχος κύστη του γουρουνιού,που στα περισσότερα σπίτια έσφαζαν τέτοιες ημέρες.Ο τυχερός που κατόρθωνε να την φτάσει πρώτος,καθώς οι άντρες βγάζοντάς την από το σφαγμένο ζώο,την πετούσαν ψηλά και μακριά,γελώντας καλόκαρδα με την λαχτάρα μας,την χτυπούσε πάνω στις πέτρες μέχρι να εκλεπτυνθεί.Τότε την σήκωνε από τα χώματα και,παρά την βρωμιά της,την έβαζε στο στόμα και την φούσκωνε τρισευτυχισμένος.Ήταν ένα πρώτης τάξεως μπαλόνι,φυσικό και ανθεκτικό,με το οποίο παίζαμε "πάσσες" για πολλές ήμέρες.
Με το κρέας του γουρουνιού και τα παράγωγα-τσιγαρίδες,λίπος-"αρταινόταν" η οικογένεια σχεδόν μέχρι τη Σαρακοστή του Πάσχα.Αυτή ήταν η μόνη γαστρονομική απόλαυση των Χριστουγέννων.Τον άλλο καιρό τα περισσότερα σπιτικά περνούσαν με ασκητική σχεδόν λιτότητα.Έτσι όμως συνηθίζαμε στην ολιγάρκεια και μαθαίναμε να εκτιμούμε και το λίγο που είχαμε.
Αλλά τα Χριστούγεννα σε μας τα παιδιά επεφύλασσαν και την μοναδικότητα της χαράς των καλάντων.Μόλις ξημέρωνε η παραμονή,δεν κρατιόμασταν.Σαν χάραζε ο Θεός την μέρα του,διαλέγαμε ένα ίσιο κλαδί από πουρνάρι,καθαρίζαμε τη λαβή με το μαχαίρι,και ετοιμάζαμε τα στολίδια.Το παραδοσιακό καραβάκι μας ήταν παντελώς άγνωστο,μια και δεν είχαμε δει ποτέ θάλασσα.Ήμασταν στεριανοί άνθρωποι του κάμπου,που όσον ιδρώτα κι αν έπινε,έμενε πάντα του στεγνός.Αυτό το κλαδί το στολίζαμε με βαμβάκι,για να μοιάζει χιονισμένο,και με μικρά ανθρωπάκια-κουκλίτσες από μαλλί,που χρησιμοποιούσαν για κέντημα οι μεγαλύτερες κοπέλες. Κρεμούσαμε, ακόμη στα κλαδιά του τίποτε χρωματιστά χαρτιά που ξέπεφταν στα χέρια μας και τα γνωστά "σκαλιστά" με τα ευτραφή αγγελάκια.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό δεν μας κρατούσε τίποτε.Μήτε το τσουχτερό κρύο μήτε το χιόνι και ο βοριάς,που σφύριζε μανιασμένα και σώρευε βουναλάκια το χιόνι στους τοίχους των σπιτιών.Συχνά οι γονείς μας μας απέτρεπαν εξ αιτίας του καιρού,με διάφορες υποσχέσεις,μα υποχωρούσαν τελικά στα παρακάλια μας.Γιατί δεν ήταν τόσο τα κάστανα και τα ξυλοκέρατα,με τα οποία συνήθως μας φιλοδωρούσαν οι νοικοκυρές,όσο η χαρά που με τίποτε δεν μπορούσε να ανταλλαγεί.Που και που παίρναμε και κανένα φιρίκι.Το πορτοκάλι ήταν σπάνιο.Μόνο κάποιος συγγενής μπορούσε να κάνει τέτοια μεγαλόδωρη χειρονομία.Για χρήματα,ούτε λόγος.
Με γεμάτο το πάνινο σακκούλι μας-τη σχολική μας τσάντα-αφού είχαμε περπατήσει όλους τους σκοτεινούς τότε δρόμους του χωριού,γυρίζαμε στο σπίτι,ξυλιασμένοι,μα πανευτυχείς.Εκεί μας περίμενε η θαλπωρή της ζεστασιάς της ξυλόσομπας,που πάνω της το τσαϊερό τσιτσίριζε μονότονα,βγάζοντας ευωδιαστό ατμό από το τσάι που σιγόβραζε.Η μητέρα έτριβε τα παγωμένα χέρια μας να ζεσταθούν κι έστηνε αμέσως τον σοφρά.Παραμονή Χριστούγεννα,τσάι και ελιές ή χαλβάς το βραδινό μας,γιατί την άλλη μέρα θα κοινωνούσαμε.
Πριν ακόμη φέξει ήμασταν στο πόδι,έτοιμοι,περιμένοντας την καμπάνα.Πανέμορφη φάνταζε η εκκλησιά μας,λουσμένη στο ιλαρό φως των καντηλιών και των κεριών.Το θυμίαμα ευωδίαζε τον χώρο και δημιουργούσε κατανυκτική την ατμόσφαιρα.Οι επίτροποι συνδαύλιζαν τη φωτιά και γέμιζαν τη θερμάστρα με χοντρά ξύλα.Ο ψάλτης τερέτιζε τις μελωδικές καταβασίες των Χριστουγέννων και η καμπάνα γλυκόλαλη το διαλαλούσε μελωδικά και χαρούμενα.Τα σκαμμένα από τους κόπους πρόσωπα των χωριανών,λίγο λίγο άλλαζαν όψη.Καρτερικά και σφιγμένα στην αρχή,σιγά σιγά χαλάρωναν και γινόταν ιλαρά.
Όμοια μεταμορφωνόταν όλα μέσα στο ναό και μια λαμπρότητα άλλου κόσμου τύλιγε τους ανθρώπους και τα πράγματα.Κι ωδεύαμε προσκυνητές στη φάτνη μαζί με τους βοσκούς και τους μάγους κι ακούγαμε το θελκτικό τραγούδι των αγγέλων που ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό στη φάτνη,όπου είχε ανακλιθεί ταπεινά ο μέγας αναμενόμενος.Τα ζώα του στάβλου παρακολουθούσαν-ανυποψίαστα τάχα;-με τα μεγάλα σοβαρά μάτια τους την αγία Οικογένεια και μεις ανάμεσά τους εκστατικοί συμμετείχαμε στο Μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως.Κι όταν έβγαινε ο καλός παπάς μας μειλίχιος,λαμπερός στην Ωραία Πύλη,σπεύδαμε οι μικροί πρώτα να πάρουμε μέσα μας το νεογέννητο Χριστό,να τον ανακλίνουμε στη φάτνη της παιδικής μας καρδιάς.Ναι,τον τυλίγαμε στα ζεστά σπάργανα της αγάπης μας και τον νοιώθαμε μέσα μας ολοζώντανο.Και γυρίζαμε στο σπίτι χαρούμενοι,ευτυχισμένοι,γιατί η χάρις του Θεού ανεπλήρωσε,όντως,τα ελλείποντα.
Πέρασαν από τότε χρόνια...Ακούσαμε μελωδικότερες χριστουγεννιάτικες θείες λειτουργίες και σε μεγαλοπρεπέστερους ναούς.Μα όπως ένοιωθα τότε παιδί το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού,ποτέ δεν το ξανάνοιωσα.Γιατί,πως να βρούμε την απωλεσθείσα παιδικότητά μας;Πως να συμβιβάσθούμε με τη θεληματική στέρηση και τη λιτότητα;Πως ν΄ακούσουμε τα μηνύματα τ΄ουρανού που μας έχει απορροφήσει η γη;Πως να μπορούμε να ψάλλουμε,με κλειδωμένη στους άλλους την καρδιά,τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων,όταν για τον ταπεινό Χριστό της φάτνης δεν υπάρχει και σήμερα "τόπος" μέσα στα ευρύχωρα πια καταλύματά μας,τα καταστόλιστα για τη γιορτή των Χριστουγέννων;Παρά ταύτα,κάθε χρονιά μας συνεπαίρνει και ως κάποιο βαθμό ανακαινίζει τα έγκατά μας το υπερκόσμιο μήνυμα των Χριστουγέννων,αυτής της "πρώτης γιορτής του χρόνου"!"
...καλές οι προετοιμασίες του σπιτιού για τον ερχομό των Χριστουγέννων...χωρίς νόημα όμως αν πρώτα δεν στρώσουμε τη φάτνη της καρδιάς μας να Τον υποδεχτούμε...Είθε...