Καλώς ορίσατε

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Καλαθάκια από κουρέλια...

Εδώ και πολλά χρόνια σκέφτομαι πως θα είχε ενδιαφέρον μια έκθεση χειροποιημάτων με κύριο υλικό τα κουρέλια...Είναι απίστευτο πόσα πράγματα μπορεί κανείς να κατασκευάσει με αυτά τα ταπεινά υλικά...Χρηστικά αλλά και με αισθητικό αποτέλεσμα...Να,σαν αυτά τα καλαθάκια που στόλισαν το φετινό χειμώνα το σπίτι μας...
 Πραγματική μανία...Όταν αρχίσεις δεν μπορείς να σταματήσεις...Ακόμη και το μικρότερο μέλος της οικογένειας -η κόρη του σπιτιού-έφτιαξε το πρώτο καλαθάκι της...και τα κατάφερε πολύ καλά...
Οι οδηγίες είναι πραγματικά απλούστατες...Τις βρήκαμε στο ακόλουθο ιστολόγιο(http://kerasopites.blogspot.gr/2012/12/blog-post_18.html)...Ευχαριστούμε από καρδιάς τη δημιουργό του ιστολογίου για τη χαρά που μας έδωσε...
 Εμείς δεν χρησιμοποιήσαμε σπάγκο για να τα πλέξουμε,αλλά κουρέλια όλων των ειδών...Από μαλακά υφάσματα...
 ...που έφτιαξαν καλαθάκια λεπτά αλλά πολύ στέρεα...
 ...κατάλληλα για κάθε είδους προιόντα...
...ή από πιο χοντρά υφάσματα...
 ...με τα οποία φτιάξαμε καλαθάκια σκληρά...

...η διάμετρος και το σχήμα έχει άμεση σχέση με το πόσο χοντρό κουρέλι θα χρησιμοποιήσετε...Όσο πιο χοντρό τόσο πιο μεγάλη η διάμετρος του καλαθιού...
 ...δοκιμάσαμε να πλέξουμε με δύο κουρέλια και -παρόλο τον κόπο-το αποτέλεσμα μας άρεσε...

 ...όσο για τα χρώματα...τολμήστε ό,τι σας επιβάλλει η φαντασία σας...Χρησιμοποιήστε πολύχρωμα υφάσματα ή συνδυάστε τα με τα μονόχρωμα....
 ...πανέμορφα και για δώρο σε αγαπημένους ανθρώπους που  μπορούν να εκτιμήσουν το χειροποίητο ...παρ όλη την ταπεινή καταγωγή του υλικού...
...γεμάτα καραμέλες ...
...καρύδια...
...ή και άδεια...γεμάτα με την αγάπη σας....
...ελπίζω να σας δώσαμε μια ιδέα για την αξιοποίηση ρούχων παλιών που θα κατέληγαν στα σκουπίδια...και έναν δρόμο,ίσως,για δημιουργία...Είμαι σίγουρη πως το αποτέλεσμα θα σας αρέσει!!!

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Μηλόπιτα...

Μια  υπέροχη και- παρ'  όλα αυτά- εύκολη μηλόπιτα.Από αυτές που κάνουν το σπίτι να μοσχομυρίζει και τα παιδιά, όταν έχουν πια  πετάξει μακριά του,να επιστρέφουν σ' αυτό με νοσταλγία...
Βάλτε σε ένα ταψάκι ένα ποτήρι(εγώ βάζω λιγότερο) ζάχαρη και μια κούπα βούτυρο ή βιτάμ ή (το υγιεινότερο) λάδι.Βάλτε το στο φούρνο ή πάνω στη σόμπα,φροντίζοντας να λιώσουν αργά ώστε να μην κολλήσει η ζάχαρη και μαυρίσει.
Κατόπιν κόψτε μήλα (ένας φίλος μου -πέρσης στην καταγωγή- λέει πως η καλύτερη μηλόπιτα γίνεται με ξινόμηλα, αλλά σ' εμένα δεν αρέσει καθόλου η ιδέα κι έτσι δεν το έχω δοκιμάσει) και τοποθετήστε τα μέσα στο ταψάκι.



Κατόπιν χτυπήστε στο μίξερ αυγά,ζάχαρη και αλεύρι φαρίνα σε αναλογία ένα προς ένα( σύμφωνα με τη συνταγή).Για το ταψάκι που βλέπετε έβαλα 7 αυγά, εφτά φλυτζανάκια του καφέ αλεύρι και 5 φλυτζανάκια ζάχαρη(δεν μας αρέσει πολύ γλυκό).Το μίγμα ρίξτε το πάνω από τα μήλα φροντίζοντας να πάει παντού.





Ψήστε τη μηλόπιτα στη θερμοκρασία που ψήνετε τα κέικς ( εγώ, που έχω φούρνο γκαζιού, την ψήνω στους 175 βαθμούς για μια ώρα.)

Βάλτε πάνω από το ταψί την πιατέλα και αναποδογυρίστε τη μηλόπιτα, αφού πρώτα με ένα μαχαίρι ξεκολήσετε το κέικ από τα τοιχώματα του ταψιού.

Τραβήξτε το ταψί και...................

Πασπαλίστε με κανέλλα και-όταν κρυώσει- με ζάχαρη άχνη.



Καλή επιτυχία...
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Καλημέρα και σήμερα με μια αλλιώτικη...Παραμονή Χριστούγεννα...

 
Το όγδοο στολιδάκι του χριστουγεννιάτικου δέντρου μου είναι το πιο τρυφερό και νοσταλγικό που μου έλαχε ποτέ..Διηγείται μια Παραμονή Χριστουγέννων στο μακρινό Αιβαλί στη Μ.Ασία...όταν εκεί ζούσαν ακόμη έλληνες...Εποχές με μια ξεχωριστή ζεστασιά παρά τη δυσκολία της ζωής...Εποχές που καλοδέχονταν τα θαύματα...που πίστευαν σε αυτά...Αβραμιαία πράγματα...

Φώτης Κόντογλου - Παραμονὴ Χριστούγεννα

Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Καλημέρα και σήμερα...με μια...αφιέρωση...

 
Το έβδομο στολιδάκι του χριστουγεννιάτικου δέντρου μου(http://vasanakia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html) είναι από τα πιο αγαπημένα...Το βρήκα χαραγμένο πάνω στην καρδιά μου...γιατί -όταν το διάβασα στο περιοδικό "Επίγνωση"-αισθάνθηκα την αλήθεια,το πάθος,την αγάπη που κρύβει μέσα του...Από τότε το διαβάζω σχεδόν καθημερινά...για να μου θυμίζει όταν η ζωή με κάνει να ξεχνάω...Δεν είναι μόνο χριστουγεννιάτικο,ούτε μόνο του χρόνου τούτου...είναι διαχρονικό...Είναι αφιερωμένο στους αληθινούς ανθρώπους ...που μόνο σαν αετοί μπορούν να ζήσουν...αλλιώς προτιμούν να μην ζήσουν καθόλου...
Ξεκίνησα να γράφω αυτές τις γραμμές στα τέλη του Γενάρη του 2006. Μετά από μια κουβέντα με την Έλλη στο Μοναστηράκι. Μετά από πολλές κουβέντες σε σπίτια, σε δρόμους, σε σκαλιά, σε παγκάκια, σε εκκλησίες, σε ταβέρνες, σε πορείες, σε τρένα, σε συναυλίες και παραλίες. Με ανθρώπους διαφορετικούς, που υπήρξαν δώρο για μένα. Μεθυσμένη και ξεμέθυστη. Χαρούμενη και κλαμένη. Ήρεμη και θυμωμένη. Ωστόσο πάντα ερωτευμένη και παθιασμένη. Έτσι η προσπάθεια αυτή τελικά έγινε:
Γι’ αυτούς που μπορούν να υπάρξουν μονάχα ολόκληροι: χωρίς την ψυχή τους είναι πτώματα, ενώ χωρίς το κορμί τους φαντάσματα. Που αγαπούν ολόκληροι: πάει να πει σωματικά: μ’ ένα άγγιγμα που θεραπεύει κι ένα ζεστό πιάτο φαΐ. Που ρίχνονται στη ζωή χωρίς καβάτζες, όπως σε κάθε μεγάλο έρωτα, δίχως να νοιάζονται για την εξασφάλισή τους.
Γι’ αυτούς που ελπίζουν σαν την πόρνη και το ληστή: χωρίς καμιά βεβαιότητα, καμιά θωράκιση, ανοιχτοί.
Που γνωρίζουν ότι δεν είναι τίποτα από μόνοι τους: υπήρξαν πάντοτε γιοι και κόρες, φίλοι και αδελφοί, εραστές· κι αν κάτι είχε αλλάξει δεν θα ήταν αυτοί που είναι. Που προσεύχονται την ώρα που σφουγγαρίζουν ή κάνουν έρωτα γιατί η Αγάπη είναι ο τρόπος που υπάρχουν.
Για τους εφήβους όλων των ηλικιών, γιατί εφηβεία είναι όταν όλα παίζονται κι όλα μπορούν να συμβούν αφού τίποτα δεν έχει βαλτώσει ακόμα στη συνήθεια. Είναι τότε που συμβαίνουν τα θαύματα. Για τους απλούς που ζουν μες στην πρωτόκτιστη αθωότητα.
Γι’ αυτούς που δεν φοβούνται να γυμνωθούν και να εκτεθούν, γιατί τίποτα δεν πόθησαν παραπάνω από αυτό: λίγη ειλικρίνεια.
Που δεν φοβούνται να μαλώσουν με το Θεό, όπως με κάθε Αγαπημένο, γιατί δεν έχουν μάθει να κρύβονται. Που δεν φοβούνται τίποτα γιατί «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο».
Για τους παππούδες και τις γιαγιάδες με τα ρυτιδωμένα μέτωπα και τα ροζιασμένα χέρια που μοιάζουν παλιωμένα κουκούλια απ’ όπου θα βγει η μεταμορφωμένη πεταλούδα.
Για όσους ξέρουν ότι το δύσκολο δεν είναι να στείλεις sms για τους σεισμοπαθείς στην Ινδία, αλλά το ν’ αντέξεις τον διπλανό σου με σάρκα και αίμα, πάνω στη δική σου σάρκα, στα δικά σου νεύρα· κι εκεί ζυγίζεται η αλήθεια του ανθρώπου.
Όσους μπορούν να δεχτούν ότι δεν τους αγαπούν επειδή το αξίζουν.
Για εκείνους που αγαπούν χωρίς υποχρέωση, χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση αφού πιστεύουν πως όλα τελειώνουν εδώ. Κι όμως δεν μπορούν να υπάρξουν αλλιώς.
Που τους αρκεί το να ’ναι κανείς άνθρωπος για να κινήσουν γη και ουρανό για χάρη του.
Για όσους έχουν κάνει τις πιο μεγάλες κουβέντες με το Θεό πέντε η ώρα το πρωί στο Θησείο κλωτσώντας άδεια μπουκάλια μπύρες.
Για το πρεζόνι που μου ’δωσε την ευχή «τη γλύκα του Χριστού να ’χεις» για μισό χαμόγελο κι ένα τσιγάρο.
Γι’ αυτούς που δεν μπορούν ν’ αποδεχτούν έναν Θεό που καταλαβαίνουν. Μπορούν μονάχα να ζήσουν έναν Θεό που τους φλερτάρει σε κάθε βήμα.
Που αδυνατούν να κλειστούν αυτιστικά στις ενοχές που τους χωρίζουν απ’ τους άλλους.
Για τους ελεύθερους, που δεν τους ενδιαφέρει να επιβάλλονται, αλλά δεν μπορούν και να τους επιβληθούν.
Για όσους «τι κρίμα, παντού περισσεύουν» για τα μέτρα του κόσμου.
Για εκείνους που ζουν μ’ έναν Θεό Νυμφίο και μανικό Εραστή αφού την ομορφιά της ζωής την έμαθαν με τον έρωτα: τα ηλιοβασιλέματα και τ’ αστέρια της νύχτας.
Για τους ταπεινούς που τα δέχονται όλα όπως η γη: χωρίς να διαμαρτύρονται τα κάνουν δέντρα και λουλούδια.
Γι’ αυτούς που δεν συμβιβάζονται με ό,τι μειώνει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Που μάτωσαν στις εξεγέρσεις προτού καταλάβουν ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο αν αφήσεις να σου σταυρώσουν ό,τι σε χωρίζει από όλους και όλα.
Για εκείνους που είδαν τους φίλους τους ν’ αυτοκαταστρέφονται μες το αλκοόλ και τις ουσίες, αρνούμενοι να επιβιώσουν επειδή λαχταρούσαν να ζήσουν.
Εκείνους που προτίμησαν να χαθούν μέσα στο πάθος τους για τη ζωή παρά να χάσουν το πάθος τους.
Για όσους συντριμμένα χαρίζουν τα κομματάκια τους στο Θεό να τους τα ενώσει: να τους σώσει, να τους φτιάξει ολόκληρους, αυτό που όντως είναι.
Όσους ζουν με τη λαχτάρα να γίνει ο Χριστός «τα πάντα τοις πάσι», ν’αναστηθούν «ίνα ώσι έν», χωρίς περιορισμούς, χωρίς να νοιάζονται για τα πότε και τα πώς.
Γι’ αυτούς που μπήκαν στην εκκλησία με το αίτημα: «το απρόσληπτον και αθεράπευτον», που σημαίνει: ή θα μ’ αντέξει γιατί εγώ ο ίδιος δεν αντέχω τον εαυτό μου, ή θα με χωρέσει γιατί δεν χωράω πουθενά ή τίποτα.
Που τις στιγμές της τρέλας τους φωνάζουν: «ή κι οι τρίχες του κεφαλιού μου είναι μετρημένες ή τίποτα δεν βγάζει νόημα».
Που σηκώνουν τη γροθιά στον ουρανό: «ας με κολάσεις χίλιες φορές, φτάνει να υπάρχεις».
Γι’ αυτούς που ζουν τον Παράδεισο και την Κόλαση εδώ και τώρα γιατί έτσι παίζεται το παιχνίδι. Για όσους ζουν σαν δώρο το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, ένα ποτήρι νερό, το πρώτο φύλλο της μουριάς, έναν χορό όπου κανείς δεν φυλάει τον εαυτό του.
Όσους δεν μπερδεύονται με το τι σημαίνει καλό και τι κακό αφού όλα είναι Αγάπη και άρνησή της.
Για εκείνους που είμαι καρφιά στα μάτια τους αφού δεν ξέρουν που να με κατατάξουν για να ηρεμήσουν. Γι’ αυτούς που μ’ αγκαλιάζουν και με κρατούν. Αυτούς που μ’ εμπιστεύονται.
Αυτούς που δεν ντρέπονται για μένα. Αυτούς που κάνουν όπως ο Χριστός.


Ν.Π. περ. ΕΠΙΓΝΩΣΗ άσκηση στη διάκριση των γεγονότων (τ.χ. 96, Καλοκαίρι 2006)